βίος

βίος
ο και βιος, το (AM βίος, ο)
1. η ανθρώπινη ζωή
2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος»)
3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής
4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία
5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα
6. ο πλούτος
νεοελλ.
1. η παρουσία του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («πολιτικός βίος», «δημόσιος βίος») κ.λπ.
2. φρ. «βίος και πολιτεία» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή
αρχ.
1. ο κόσμος της καθημερινότητας
2. κατοικία, διαμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βίος καθώς και οι παράλληλοι τ. βίοτος και βιοτή προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη ρίζα *gwiy()-, ενώ η υποτεθείσα για το βίος ρίζα *gwiwo- (δηλ. βίος < *βίFος), από την οποία σχηματίστηκαν τα γοτθ. qius, αρχ. ιρλ. beo «ζωντανός», δεν είναι πιθανή. Από μορφολογικής απόψεως ο τ. βίοτος ίσως είναι νεώτερος σχηματισμός κατά το θάνατος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. βιο-. (Β' συνθετικό) αιωνόβιος, αμφίβιος, βραχύβιος, έμβιος, ημερόβιος, θαλασσόβιος, ισόβιος, κοινόβιος, λιμνόβιος, λιτόβιος, μακρόβιος, νυκτόβιος, ολιγόβιος, ορεσίβιος, σύμβιος, σωσίβιος, υγρόβιος, φαυλόβιος
αρχ.
άβιος, αβρόβιος, αγχίβιος, αεξίβιος, αθεσμόβιος, αλειφόβιος, αλιτρόβιος, αλκίβιος, αμαξόβιος, αμαυρόβιος, αμετρόβιος, αμιμητόβιος, αναπηρόβιος, ανδρόβιος, απειρόβιος, αποχειρόβιος, αργόβιος, αργυρόβιος, αριστόβιος, αρπαξίβιος, αυξόβιος, αυχμηρόβιος, δηρόβιος, δύσβιος, δωσίβιος, έκβιος, ενυγρόβιος, ενυδρόβιος, εξαμηνόβιος, επίβιος, ερυθίβιος, ερυσίβιος, εύβιος, εφημερόβιος, ηδύβιος, ημίβιος, ιθύβιος, κακόβιος, καλόβιος, κτησίβιος, λαμπρόβιος, λιπόβιος, λυπρόβιος, λυχνόβιος, μεγαλόβιος, μελάμβιος, μελλέβιος, μεσόβιος, μιμόβιος, μυρμηκόβιος, ναυσίβιος, νυκτερόβιος, νυκτίβιος, οικόβιος, οικτρόβιος, οιόβιος, ολβιόβιος, ομόβιος, ομοιόβιος, ορέσβιος, παλίμβιος, πυρίβιος, ριγεσίβιος, ρυπαρόβιος, σκληρόβιος, συκόβιος, τηθίβιος, τηλέβιος, τρυγύβιος, τρυσίβιος, τρυφερόβιος, υλόβιος, υπηνόβιος, φερέσβιος, φοιόβιος, χειρόβιος, χερσόβιος
νεοελλ.
αγελόβιος, αερόβιος, αισχρόβιος, ακανθόβιος, αναερόβιος, βαθύβιος, δασόβιος, δενδρόβιος, ελόβιος, θαμνόβιος, καφενόβιος, λαθρόβιος, μηχανόβιος, μονόβιος, ντισκόβιος, πλανόβιος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αθηνόβιος, Ανχίβιος, Αριστόβιος, Αρχέβιος, Αυτόβιος, Δεξίβιος, Δωρόβιος, Ελκεβία, Εργόβιος, Ερμόβιος, Εύβιος, Ευθύβιος, Ευρησίβιος, Ζηλόβιος, Ζηνόβιος, Ζώβιος, Ηδύβιος, Θαρσύβιος, Θεόβιος, Καλλίβιος, Καϋοτρόβιος, Κλειτόβιος, Κτησίβιος, Μελάμβιος, Μηλόβιος, Μητρόβιος, Ονησίβιος, Ορόβιος, Πατρόβιος, Πολύβιος, Σώβιος, Σωσίβιος, Φανόβιος, Χαιρέβιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη …   Dictionary of Greek

  • βιος, ο — και το βλ. βιο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιός — bow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — life masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”